νοτερός

νοτερός
-ή, -ό (ΑΜ νοτερός, -ά, -όν)
γεμάτος υγρασία, υγρός (α. «κλίμα νοτερό» β. «ὁπότε χειμὼν εἴη νοτερός», Θουκ.)
μσν.
(για λειτουργία σώματος) αυτός που χαρακτηρίζεται από εκκρίσεις υγρών
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ νοτερόν
η υγρασία.
επίρρ...
νοτερά
με νοτερό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νότος + κατάλ. -ερός (πρβλ. νοσ-ερός, φθον-ερός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νοτερός — damp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοτερά — νοτερός damp neut nom/voc/acc pl νοτερά̱ , νοτερός damp fem nom/voc/acc dual νοτερά̱ , νοτερός damp fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοτερώτερον — νοτερός damp adverbial comp νοτερός damp masc acc comp sg νοτερός damp neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοτερῶν — νοτερός damp fem gen pl νοτερός damp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοτερόν — νοτερός damp masc acc sg νοτερός damp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοτεραῖς — νοτερός damp fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοτεραί — νοτερός damp fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοτεροῖς — νοτερός damp masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοτεροῖσι — νοτερός damp masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοτεροί — νοτερός damp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”