- νοτερός
- -ή, -ό (ΑΜ νοτερός, -ά, -όν)γεμάτος υγρασία, υγρός (α. «κλίμα νοτερό» β. «ὁπότε χειμὼν εἴη νοτερός», Θουκ.)μσν.(για λειτουργία σώματος) αυτός που χαρακτηρίζεται από εκκρίσεις υγρώναρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ νοτερόνη υγρασία.επίρρ...νοτεράμε νοτερό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < νότος + κατάλ. -ερός (πρβλ. νοσ-ερός, φθον-ερός)].
Dictionary of Greek. 2013.